- πυρηνόπλοιο
- το, Νναυτ. πλοίο που κινείται με πυρηνική ενέργεια, αλλ. πυρηνοκίνητο πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nuclear ship < nuclear «πυρήνας» + ship «πλοίο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.